углядеть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

углядеть - translation to πορτογαλικά


углядеть      
(увидеть) ver , avistar , entrever ; (устеречь) olhar por, vigiar

Ορισμός

углядеть
УГЛЯД'ЕТЬ, угляжу, углядишь, (·совер.
1. кого-что. Всматриваясь, увидеть (·обл., ·прост. ). Углядел птицу на дереве. Углядел в витрине интересную книжку.
2. за кем-чем, ·чаще с ·отриц. Наблюдая, устеречь кого-нибудь от чего-нибудь (·разг. ). "Верни парнишку Власъевне, не то Ермил повесится, за ним не углядишь." Некрасов.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για углядеть
1. Зато при желании можно углядеть очернительство...
2. Нетрудно углядеть, что обе компании - не российские.
3. Журналисты - народ придирчивый, везде стараемся недостатки углядеть.
4. Мастера жанра способны углядеть американский след в самых неожиданных местах.
5. А одному сторожу за всеми свиньями углядеть непросто.